- προσυλλογισμός
- ο(λογ.), σειρά συλλογισμών όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου είναι προκείμενη πρόταση του επόμενου συλλογισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσυλλογισμός — prosyllogism masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμός — ο, ΝΑ [προσυλλογίζομαι] (λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση τού επομένου … Dictionary of Greek
προσυλλογισμοῖς — προσυλλογισμός prosyllogism masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμοί — προσυλλογισμός prosyllogism masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμοῦ — προσυλλογισμός prosyllogism masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμούς — προσυλλογισμός prosyllogism masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμῶν — προσυλλογισμός prosyllogism masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμῷ — προσυλλογισμός prosyllogism masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμόν — προσυλλογισμός prosyllogism masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός nou ανήκει ή αναφέρεται σε προσυλλογισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα προσυλλογισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυλλογίζομαι / προσυλλογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] … Dictionary of Greek